- ψυχόπονος
- η , ο сочувствующий; сострадательный; милосердный, отзывчивый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψυχόπονος — η, ο, Ν εύσπλαγχνος, πονόψυχος, πονετικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + πονος (< πόνος), πρβλ. ματαιό πονος] … Dictionary of Greek
ψυχόπονος — η, ο αυτός που πονά για τα παθήματα των άλλων, ο πονετικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ευαίσθητος — η, ο (ΑΜ εὐαίσθητος, ον) αυτός που έχει ευερέθιστα αισθητήρια (δηλ. αντιλαμβάνεται γρήγορα τους εξωτερικούς ή εσωτερικούς ερεθισμούς και αντιδρά σ αυτούς), ο ευπαθής, ο εύθικτος νεοελλ. 1. αυτός που επηρεάζεται εύκολα από διάφορες καιρικές… … Dictionary of Greek
ψυχοπονιάρης — α και ισσα, ικο, Ν ψυχόπονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχοπόνια + κατάλ. άρης (πρβλ. ζαβολι άρης)] … Dictionary of Greek
ψυχοπόνια — η / ψυχοπονία, ΝΑ νεοελλ. συμπόνια, συμπάθεια αρχ. αγωνία τής ψυχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχόπονος. Το αρχ. ψυχοπονία < ψυχή + πονία (< πόνος < πόνος «κόπος»] … Dictionary of Greek
ψυχοπονιάρης, -α — και ισσα, ικο ο ψυχόπονος, αυτός που έχει πονετική ψυχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)